Γοργόν'

Γοργόν'
Γοργόνᾱͅ , Γοργόνη
fem dat sg (doric aeolic)
Γοργόνα , Γοργώ
the Gorgon
fem acc sg
Γοργόνι , Γοργώ
the Gorgon
fem dat sg
Γοργόνε , Γοργώ
the Gorgon
fem nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Γοργόν — Γοργώ the Gorgon fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργόν — γοργός grim masc acc sg γοργός grim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόργον — Γόργος masc acc sg Γόργων masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • TORVUS — proprie de tauro, unde et vox nata videtur. Virg. l. 3. Georg. v. 51. optima torvae Forma bovis Hinc de leone. Idem, Ecl. 2. v. 63. Torva leaena lupum sequitur Inde ad omnium animalium armatorum aspectum denotandum vox extensa, ut videre est apud …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γοργονεία — γοργονεία, η (Α) το κοράλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον , τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών. Η ονομασία τού κοραλλιού προήλθε πιθ. από τη μορφή του, που μοιάζει με το κεφάλι τής Γοργόνας, τής Μέδουσας] …   Dictionary of Greek

  • γοργόνειος — α, ο (Α γοργόνειος, ον) 1. ο σχετικός με τη Γοργόνα, τη Μέδουσα 2. το ουδ. ως ουσ. το Γοργόνειον το κεφάλι τής Μέδουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] …   Dictionary of Greek

  • γοργόνη — η (Α Γοργόνη, Μ γοργόνη) μσν. νεοελλ. η γοργόνα αρχ. βλ. Γοργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] …   Dictionary of Greek

  • γοργόνωτος — γοργόνωτος, ον (Α) φρ. «γοργόνωτος ἀσπίς» ασπίδα στολισμένη με το κεφάλι τής Μέδουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] …   Dictionary of Greek

  • γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”