Γοργόν — Γοργώ the Gorgon fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργόν — γοργός grim masc acc sg γοργός grim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γόργον — Γόργος masc acc sg Γόργων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TORVUS — proprie de tauro, unde et vox nata videtur. Virg. l. 3. Georg. v. 51. optima torvae Forma bovis Hinc de leone. Idem, Ecl. 2. v. 63. Torva leaena lupum sequitur Inde ad omnium animalium armatorum aspectum denotandum vox extensa, ut videre est apud … Hofmann J. Lexicon universale
γοργονεία — γοργονεία, η (Α) το κοράλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον , τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών. Η ονομασία τού κοραλλιού προήλθε πιθ. από τη μορφή του, που μοιάζει με το κεφάλι τής Γοργόνας, τής Μέδουσας] … Dictionary of Greek
γοργόνειος — α, ο (Α γοργόνειος, ον) 1. ο σχετικός με τη Γοργόνα, τη Μέδουσα 2. το ουδ. ως ουσ. το Γοργόνειον το κεφάλι τής Μέδουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ) απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] … Dictionary of Greek
γοργόνη — η (Α Γοργόνη, Μ γοργόνη) μσν. νεοελλ. η γοργόνα αρχ. βλ. Γοργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] … Dictionary of Greek
γοργόνωτος — γοργόνωτος, ον (Α) φρ. «γοργόνωτος ἀσπίς» ασπίδα στολισμένη με το κεφάλι τής Μέδουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γοργον τού πληθ. Γοργόνες (βλ. λ. Γοργώ), απ όπου και αιτ. ενικ. Γοργόνα και ον. Γοργών] … Dictionary of Greek
γοργός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας.… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek